Κορυδαλλός στα ολλανδικά
Μετάφραση: κορυδαλλός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
leeuwerik, Lark, lokvogels, de Leeuwerik, leeuweriken
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κορυδαλλός
κορυδαλλός διαύγεια, κορυδαλλός δήμος, κορυδαλλός χάρτης, κορυδαλλός αποτελέσματα, κορυδαλλός πλατεία ελευθερίας, κορυδαλλός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κορυδαλλός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κορσάζ στα ολλανδικά - corsage
- κορσέ στα ολλανδικά - korset, corset, keurs lijf, korsettenmaker
- κορυφή στα ολλανδικά - top, kruin, kroon, afknotten, spits, piek, tip, ...
- κορυφαίος στα ολλανδικά - toonaangevend, toongevend, leidend, top, boven, bovenkant, bovenste, ...
Τυχαίες λέξεις
Κορυδαλλός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: leeuwerik, Lark, lokvogels, de Leeuwerik, leeuweriken
Μεταφράσεις: leeuwerik, Lark, lokvogels, de Leeuwerik, leeuweriken