Κόρα στα εσθονικά
Μετάφραση: κόρα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kooruke, koorik, maakoor, kooriku, maakoore, koor
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόρα
κόρα μουσικό όργανο, κόρα κάρμακ, ταΐτι κόρα, κόρα καρβούνη, κόρα καρβούνη βιογραφικό, κόρα λεξικό γλώσσας εσθονικά, κόρα στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- κόπρανα στα εσθονικά - väljaheide, ekskrement, taburet, iste, väljaheites, väljaheitest
- κόπωση στα εσθονικά - toimkond, kurnama, väsima, väsimus, väsinult, kurnatult, väsimust, ...
- κόρη στα εσθονικά - tütar, tütre, tütart, tütrele, tütrega
- κόρνα στα εσθονικά - ruupor, sarv, sarvest, horn, sarvedest, sarve
Τυχαίες λέξεις
Κόρα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kooruke, koorik, maakoor, kooriku, maakoore, koor
Μεταφράσεις: kooruke, koorik, maakoor, kooriku, maakoore, koor