Κόρα στα φινλανδικά
Μετάφραση: κόρα, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hävyttömyys, rupi, kamara, hanki, julkeus, kuori, crust, kuoren, viimeistelemättömät
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόρα
κόρα μουσικό όργανο, κόρα κάρμακ, ταΐτι κόρα, κόρα καρβούνη, κόρα καρβούνη βιογραφικό, κόρα λεξικό γλώσσας φινλανδικά, κόρα στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- κόπρανα στα φινλανδικά - kakka, tunkio, jakkara, Baarijakkara, ulosteesta, uloste, ulosteet
- κόπωση στα φινλανδικά - uupumus, uuvuttaa, väsymys, väsyttää, väsyä, väsymystä, väsymyksen, ...
- κόρη στα φινλανδικά - tytär, tyttärensä, tyttären, tyttäresi, tyttäreni
- κόρνα στα φινλανδικά - sakara, tuntosarvi, torvi, sarvi, horn, sarven, käyrätorvi
Τυχαίες λέξεις
Κόρα στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: hävyttömyys, rupi, kamara, hanki, julkeus, kuori, crust, kuoren, viimeistelemättömät
Μεταφράσεις: hävyttömyys, rupi, kamara, hanki, julkeus, kuori, crust, kuoren, viimeistelemättömät