Νωπός στα εσθονικά

Μετάφραση: νωπός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
niiske, äsja, niiskus, nipsakas, summutama, uudne, värske, värsked, värsket, värskete, värskeid
Νωπός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νωπός

νωπόσ αέρασ, νωπός λεξικό, νωπός λεξικό γλώσσας εσθονικά, νωπός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • νωθρός στα εσθονικά - laisk, valutu, umbne, kopitanud, Poky, igav, kitsas
  • νωθρότητα στα εσθονικά - tööpõlgus, laiskus, laisik, sloth, laiskuse, Laiskiainen
  • νωρίς στα εσθονικά - varane, ammune, varajane, varakult, vara, alguses
  • νωχελής στα εσθονικά - laisk, uimane, aeglase kuluga, indolentne, loid, laisa
Τυχαίες λέξεις
Νωπός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: niiske, äsja, niiskus, nipsakas, summutama, uudne, värske, värsked, värsket, värskete, värskeid