Νωπός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: νωπός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
novo, húmido, recente, frequentemente, nada, fresco, fresca, frescos, frescas
Νωπός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νωπός

νωπόσ αέρασ, νωπός λεξικό, νωπός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, νωπός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • νωθρός στα πορτογαλικά - pequeno, apertado, acanhado, poky, acanhados
  • νωθρότητα στα πορτογαλικά - preguiça, indolência, a preguiça, sloth, da preguiça
  • νωρίς στα πορτογαλικά - precoce, ouvido, orelha, cedo, prematuro, início, início de, ...
  • νωχελής στα πορτογαλικά - acamar, camada, preguiçoso, indolente, indolentes, indolent
Τυχαίες λέξεις
Νωπός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: novo, húmido, recente, frequentemente, nada, fresco, fresca, frescos, frescas