Πρόσφατα στα εσθονικά

Μετάφραση: πρόσφατα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
värskelt, äsja, uuesti, hiljuti, viimasel ajal, viimasel, viimati, hiljuti kasutanud
Πρόσφατα στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρόσφατα

πρόσφατα θαύματα αγίων, πρόσφατα συνώνυμο, πρόσφατα έγγραφα windows 7, πρόσφατα άρθρα, πρόσφατα ανέκδοτα, πρόσφατα λεξικό γλώσσας εσθονικά, πρόσφατα στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • πρόστιμο στα εσθονικά - leppehüvitis, peen, trahv, pant, karistuslöök, trahvi, trahviühikut, ...
  • πρόστυχος στα εσθονικά - suur, jäme, õel, bitchy, Kett
  • πρόσφατος στα εσθονικά - värske, hiljutine, äsjane, viimastel, hiljutise, hiljutiste, hiljutised
  • πρόσφορος στα εσθονικά - sarrus, mugav, mugava, mugavam, mugavad, mugavate
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφατα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: värskelt, äsja, uuesti, hiljuti, viimasel ajal, viimasel, viimati, hiljuti kasutanud