Πρόσφατα στα ισλανδικά
Μετάφραση: πρόσφατα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nýlega, undanfarið, undanförnu, nýlega gefið, nýverið
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσφατα
πρόσφατα θαύματα αγίων, πρόσφατα συνώνυμο, πρόσφατα έγγραφα windows 7, πρόσφατα άρθρα, πρόσφατα ανέκδοτα, πρόσφατα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πρόσφατα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πρόστιμο στα ισλανδικά - fínn, ágætlega, ágætur, fínt, lagi, í lagi, vel
- πρόστυχος στα ισλανδικά - dónalegur, bitchy
- πρόσφατος στα ισλανδικά - nýlegur, nýleg, nýlegri, nýlegar, undanförnu, nýlegum
- πρόσφορος στα ισλανδικά - hæfur, hentugur, þægilegt, þægilegur, þægileg, þægilegri, þægilegra
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφατα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: nýlega, undanfarið, undanförnu, nýlega gefið, nýverið
Μεταφράσεις: nýlega, undanfarið, undanförnu, nýlega gefið, nýverið