Πρόσφατα στα ολλανδικά
Μετάφραση: πρόσφατα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onlangs, recentelijk, kortgeleden, recent, kort
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσφατα
πρόσφατα θαύματα αγίων, πρόσφατα συνώνυμο, πρόσφατα έγγραφα windows 7, πρόσφατα άρθρα, πρόσφατα ανέκδοτα, πρόσφατα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πρόσφατα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πρόστιμο στα ολλανδικά - fijn, pand, schoon, straf, knap, verbeurd, dwangmaatregel, ...
- πρόστυχος στα ολλανδικά - inkomsten, dik, louter, schoon, puur, onvermengd, helder, ...
- πρόσφατος στα ολλανδικά - fris, recent, vers, onbedorven, luchtig, recente, Language, ...
- πρόσφορος στα ολλανδικά - bruikbaar, aanpassing, behoorlijk, betamelijk, modificatie, fatsoenlijk, adaptatie, ...
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφατα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onlangs, recentelijk, kortgeleden, recent, kort
Μεταφράσεις: onlangs, recentelijk, kortgeleden, recent, kort