Σαχλαμάρα στα εσθονικά
Μετάφραση: σαχλαμάρα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
banaalsus, tühiasi, nipsasi, jamama, pealiskaudselt tegelema, armatsema
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαχλαμάρα
σαχλαμάρα συνώνυμα, σαχλαμάρα συνώνυμο, σαχλαμάρα λεξικό γλώσσας εσθονικά, σαχλαμάρα στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- σαφής στα εσθονικά - ühemõtteline, selge, kindel, määrav, sõnaselge, selgelt, selged, ...
- σαφώς στα εσθονικά - iseloomulikult, selgelt, selgesti, ilmselgelt, selge
- σαχλός στα εσθονικά - tuim, elutu, maotu, Emotsionaalse, paatoslikult, Emad, Imelä
- σβάρνα στα εσθονικά - äke, ahistama, Harrow, äkked, aktiivsed äkked
Τυχαίες λέξεις
Σαχλαμάρα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: banaalsus, tühiasi, nipsasi, jamama, pealiskaudselt tegelema, armatsema
Μεταφράσεις: banaalsus, tühiasi, nipsasi, jamama, pealiskaudselt tegelema, armatsema