Άρθρωση στα ισλανδικά

Μετάφραση: άρθρωση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samvirkur, sameiginlega, sameiginlegt, sameiginleg, sameiginlegri, sameiginlegum
Άρθρωση στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άρθρωση

άρθρωση του σ, άρθρωση οστών, άρθρωση charcot, άρθρωση γόνατος, άρθρωση λέξεων, άρθρωση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, άρθρωση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • άρδευση στα ισλανδικά - áveita, áveitu, áveitur, skola
  • άρθρο στα ισλανδικά - grein, gr, hlutur, Greinin, greinar
  • άρια στα ισλανδικά - Aria
  • άριστος στα ισλανδικά - ágætur, frábær, afbragðsgóður, topnotch
Τυχαίες λέξεις
Άρθρωση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: samvirkur, sameiginlega, sameiginlegt, sameiginleg, sameiginlegri, sameiginlegum