Έδρανο στα ισλανδικά
Μετάφραση: έδρανο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bekkur, fas, bera, ber, borið, miðun
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έδρανο
έδρανο καρέκλες, ωστικό έδρανο, έδρανο έπιπλα, ακτινικό έδρανο, έδρανο κύλισης, έδρανο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, έδρανο στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- έδαφος στα ισλανδικά - ástæða, land, jörð, landa, lenda, jarðvegur, jörðu, ...
- έδρα στα ισλανδικά - stóll, bekkur, sæti, sætið, aðsetur, sæta, sætis
- έθιμα στα ισλανδικά - tollur, siðum, siði, venjur, tolla, toll
- έθιμο στα ισλανδικά - vandi, sérsniðin, sérsniðna, sérsniðnum, sérsniðnar, siðvenja
Τυχαίες λέξεις
Έδρανο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: bekkur, fas, bera, ber, borið, miðun
Μεταφράσεις: bekkur, fas, bera, ber, borið, miðun