Έδρανο στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: έδρανο, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лого, лежишта, лежиште, влијание, имајќи
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έδρανο
έδρανο καρέκλες, ωστικό έδρανο, έδρανο έπιπλα, ακτινικό έδρανο, έδρανο κύλισης, έδρανο λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, έδρανο στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- έδαφος στα σλαβομακεδονικά - причината, тлото, земјата, земја, теренот, терен, подземните
- έδρα στα σλαβομακεδονικά - место, седиште, седиштето, седишта, места
- έθιμα στα σλαβομακεδονικά - царинскиот, царинските, обичаи, царинската, царинска
- έθιμο στα σλαβομακεδονικά - обичај, сопствени, обичајот, сопствен, на сопствени
Τυχαίες λέξεις
Έδρανο στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: лого, лежишта, лежиште, влијание, имајќи
Μεταφράσεις: лого, лежишта, лежиште, влијание, имајќи