Έδρανο στα πορτογαλικά

Μετάφραση: έδρανο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rolamento, pedra, banco, bastidor, cavalete, mesa, lapidar, tamborete, mancal, do rolamento, rolamentos, rolamento de
Έδρανο στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έδρανο

έδρανο καρέκλες, ωστικό έδρανο, έδρανο έπιπλα, ακτινικό έδρανο, έδρανο κύλισης, έδρανο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, έδρανο στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • έδαφος στα πορτογαλικά - solos, terras, províncias, gente, território, nação, solo, ...
  • έδρα στα πορτογαλικά - banco, assento, bastidor, cavalete, cadeira, mesa, sede, ...
  • έθιμα στα πορτογαλικά - alfândega, costumes, aduana, personalizar, adaptar, aduaneira, aduaneiro, ...
  • έθιμο στα πορτογαλικά - amortecer, alfândega, hábito, uso, aduana, costume, moda, ...
Τυχαίες λέξεις
Έδρανο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: rolamento, pedra, banco, bastidor, cavalete, mesa, lapidar, tamborete, mancal, do rolamento, rolamentos, rolamento de