Αγνότητα στα ισλανδικά
Μετάφραση: αγνότητα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skírlífi, hreinlífi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγνότητα
αγνότητα συνώνυμο, αγνότητα συνώνυμα, αγνότητα αγγλικα, αγνότητα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αγνότητα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αγνοών στα ισλανδικά - fávís, unwitting
- αγνός στα ισλανδικά - hreint, hrein, hreinu, hreinn, hreina
- αγορά στα ισλανδικά - kaupa, innkaup, kaup, markaði, markaður, markaðurinn, markaðnum, ...
- αγοράζω στα ισλανδικά - innkaup, kaup, kaupa, að kaupa, keypt, kaupir
Τυχαίες λέξεις
Αγνότητα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: skírlífi, hreinlífi
Μεταφράσεις: skírlífi, hreinlífi