Αιτώ στα ισλανδικά
Μετάφραση: αιτώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
langar til að biðja, vilt biðja, vilt biðja um, vilt fá hana, vil biðja
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιτώ
αιτώ ή αιτούμαι, αιτώ αιτούμαι, αιτώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αιτώ στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αιτιολογώ στα ισλανδικά - hagræða, hagræða í, rökstyðja, að hagræða, réttlæta
- αιτούμαι στα ισλανδικά - hér, hér með, hér með yfir
- αιτών στα ισλανδικά - umsækjandi, umsækjanda, umsækjandinn, kærandi, kæranda
- αιφνίδιος στα ισλανδικά - hvass, glöggur, beittur, skyndileg, skyndilega, einu, skyndilegur, ...
Τυχαίες λέξεις
Αιτώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: langar til að biðja, vilt biðja, vilt biðja um, vilt fá hana, vil biðja
Μεταφράσεις: langar til að biðja, vilt biðja, vilt biðja um, vilt fá hana, vil biðja