Αιτώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: αιτώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eisen, rekenen, vereisen, opeisen, wilt aanvragen
Αιτώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιτώ

αιτώ ή αιτούμαι, αιτώ αιτούμαι, αιτώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αιτώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αιτιολογώ στα ολλανδικά - rationaliseren, te rationaliseren, rationalisatie, rationalisering, rationalisering van
  • αιτούμαι στα ολλανδικά - leggen, zetten, opleggen, benutten, aandoen, toepassen, aanwenden, ...
  • αιτών στα ολλανδικά - verzoeker, aanvrager, verzoekster, kandidaat, verzoeksters
  • αιφνίδιος στα ολλανδικά - levendig, spits, wakker, tierig, scherp, snerpend, guur, ...
Τυχαίες λέξεις
Αιτώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: eisen, rekenen, vereisen, opeisen, wilt aanvragen