Αιτώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: αιτώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reikėti, norėčiau, norėtų, norėtume, norite, norime
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιτώ
αιτώ ή αιτούμαι, αιτώ αιτούμαι, αιτώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αιτώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αιτιολογώ στα λιθουανικά - racionalizuoti, racionaliau, racionaliai, racionalizuoja
- αιτούμαι στα λιθουανικά - vartoti, naudoti, prašau, šiuo laišku prašome, šiuo prašome, laišku prašome, prašome atsakyti
- αιτών στα λιθουανικά - kandidatas, prašytojas, ieškovė, pareiškėjas, ieškovas
- αιφνίδιος στα λιθουανικά - staigus, netikėtas, įžvalgus, staiga, staigaus, staigi, staigios
Τυχαίες λέξεις
Αιτώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: reikėti, norėčiau, norėtų, norėtume, norite, norime
Μεταφράσεις: reikėti, norėčiau, norėtų, norėtume, norite, norime