Βύθισμα στα ισλανδικά

Μετάφραση: βύθισμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ádráttur, drög, drög að, drögin, uppkast, ina drög
Βύθισμα στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βύθισμα

βύθισμα ντάνακιλ, βύθισμα πλοίου, βύθισμα κασπίας, βύθισμα αλόννησος, βύθισμα κατάρα, βύθισμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βύθισμα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • βότανο στα ισλανδικά - jurt, kryddjurt, Jurtin, jurt sem, grasalyf
  • βότσαλο στα ισλανδικά - Pebble, steinvala
  • βύσμα στα ισλανδικά - rafmagnskló, stinga, tappi, viðbót, Plug, viðbætur
  • βώλος στα ισλανδικά - bolus, stökum, hleðsluskammtur, hleðsluskammt, stakri
Τυχαίες λέξεις
Βύθισμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: ádráttur, drög, drög að, drögin, uppkast, ina drög