Γραφειοκρατία στα ισλανδικά
Μετάφραση: γραφειοκρατία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skrifræði
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γραφειοκρατία
γραφειοκρατία στην ελλάδα, γραφειοκρατία μετά το γάμο, γραφειοκρατία στην εκπαίδευση, γραφειοκρατία ισπανια, γραφειοκρατία weber, γραφειοκρατία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, γραφειοκρατία στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- γραφείο στα ισλανδικά - nám, bókaherbergi, afgreiða, skrifstofa, skrifstofu, Embætti, Skrifstofan, ...
- γραφειοκράτης στα ισλανδικά - bureaucrat
- γραφειοκρατικός στα ισλανδικά - andlegur, bureaucratic, skriffinnsku, skrifræði
- γραφικά στα ισλανδικά - myndrænt, myndrænan, á myndrænan, grafískum, svart á hvítu
Τυχαίες λέξεις
Γραφειοκρατία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: skrifræði
Μεταφράσεις: skrifræði