Γραφειοκρατία στα ολλανδικά
Μετάφραση: γραφειοκρατία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bureaucratie, de bureaucratie, bureaucratische, bureaucratie te, bureaucratische rompslomp
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γραφειοκρατία
γραφειοκρατία στην ελλάδα, γραφειοκρατία μετά το γάμο, γραφειοκρατία στην εκπαίδευση, γραφειοκρατία ισπανια, γραφειοκρατία weber, γραφειοκρατία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γραφειοκρατία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- γραφείο στα ολλανδικά - plaats, bestuderen, baan, krabbel, aanleg, betrekking, ontwerp, ...
- γραφειοκράτης στα ολλανδικά - bureaucraat, bureaucrat, bureaucraten, bureaucratisch
- γραφειοκρατικός στα ολλανδικά - bureaucratisch, bureaucratische, bureaucratie, de bureaucratische
- γραφικά στα ολλανδικά - grafiek, aanschouwelijk, grafisch, grafische, voor grafische, een grafische
Τυχαίες λέξεις
Γραφειοκρατία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bureaucratie, de bureaucratie, bureaucratische, bureaucratie te, bureaucratische rompslomp
Μεταφράσεις: bureaucratie, de bureaucratie, bureaucratische, bureaucratie te, bureaucratische rompslomp