Γραφειοκρατία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: γραφειοκρατία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
burocracia, a burocracia, da burocracia, burocracia do, burocracias
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γραφειοκρατία
γραφειοκρατία στην ελλάδα, γραφειοκρατία μετά το γάμο, γραφειοκρατία στην εκπαίδευση, γραφειοκρατία ισπανια, γραφειοκρατία weber, γραφειοκρατία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, γραφειοκρατία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- γραφείο στα πορτογαλικά - esboço, cargo, estudo, ofício, aplicado, estudar, escritórios, ...
- γραφειοκράτης στα πορτογαλικά - burocrata, burocratas, bureaucrat, burocrata do, burocrático
- γραφειοκρατικός στα πορτογαλικά - burocrático, burocrática, burocráticos, burocráticas, burocracia
- γραφικά στα πορτογαλικά - gráfico, gráficos, graficamente, gráfica, gràfica
Τυχαίες λέξεις
Γραφειοκρατία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: burocracia, a burocracia, da burocracia, burocracia do, burocracias
Μεταφράσεις: burocracia, a burocracia, da burocracia, burocracia do, burocracias