Γραφειοκρατία στα πολωνικά
Μετάφραση: γραφειοκρατία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
biurokracja, biurokratyzacja, biurokrata, służbista, biurokracji, biurokrację, biurokracją
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γραφειοκρατία
γραφειοκρατία στην ελλάδα, γραφειοκρατία μετά το γάμο, γραφειοκρατία στην εκπαίδευση, γραφειοκρατία ισπανια, γραφειοκρατία weber, γραφειοκρατία λεξικό γλώσσας πολωνικά, γραφειοκρατία στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- γραφείο στα πολωνικά - analizować, studiowanie, ekspertyza, kształcić, kancelaria, studium, delegatura, ...
- γραφειοκράτης στα πολωνικά - służbista, biurokrata, biurokratą, bureaucrat, biurokraty, biurokratę
- γραφειοκρατικός στα πολωνικά - duchowny, pisemny, pisarski, biurokratyczny, papierkowy, biurowy, urzędniczy, ...
- γραφικά στα πολωνικά - grafika, graficznie, obrazowo, graficznej, formie graficznej, graficzny
Τυχαίες λέξεις
Γραφειοκρατία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: biurokracja, biurokratyzacja, biurokrata, służbista, biurokracji, biurokrację, biurokracją
Μεταφράσεις: biurokracja, biurokratyzacja, biurokrata, służbista, biurokracji, biurokrację, biurokracją