Διαιτητής στα ισλανδικά
Μετάφραση: διαιτητής, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dómarinn, dómari, dómaranum, dómarinn til, dómaranum þegar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαιτητής
διαιτητής μπάκας, διαιτητής μάνταλος, διαιτητής μαχαίρωσε παίκτη και του έκοψαν το κεφάλι, διαιτητής μπάσκετ, διαιτητής ποδοσφαίρου, διαιτητής λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διαιτητής στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- διαισθητικός στα ισλανδικά - innsær, innsæi, leiðandi
- διαιτησία στα ισλανδικά - gerðardómi, gerðardóm, gerðardómurinn, gerðardómur, gerðardómar
- διαιτητεύω στα ισλανδικά - útkljáð, greitt úr
- διαιτολόγιο στα ισλανδικά - mataræði, fæði, megrunarkúr, fæðu, með mataræði
Τυχαίες λέξεις
Διαιτητής στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: dómarinn, dómari, dómaranum, dómarinn til, dómaranum þegar
Μεταφράσεις: dómarinn, dómari, dómaranum, dómarinn til, dómaranum þegar