Διαιτητής στα φινλανδικά
Μετάφραση: διαιτητής, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
erotuomari, tuomari, tuomarille, referee, tuomari ei
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαιτητής
διαιτητής μπάκας, διαιτητής μάνταλος, διαιτητής μαχαίρωσε παίκτη και του έκοψαν το κεφάλι, διαιτητής μπάσκετ, διαιτητής ποδοσφαίρου, διαιτητής λεξικό γλώσσας φινλανδικά, διαιτητής στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- διαισθητικός στα φινλανδικά - päättelemätön, näkemyksellinen, järkeenkäypä, intuitiivinen, intuitiivisen, intuitiivista, intuitiivisia, ...
- διαιτησία στα φινλανδικά - välimiesmenettely, välimiesmenettelyn, välimiesmenettelyä, välimiesmenettelyyn, välimiesmenettelyssä
- διαιτητεύω στα φινλανδικά - välittää, sovittaa, toimia välittäjänä, sovitella, arbitrate, välittäjänä
- διαιτολόγιο στα φινλανδικά - laihdutuskuuri, dieetti, ruokavalio, laihduttaa, ruokavaliossa, ruokavalion, ruokavaliota, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαιτητής στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: erotuomari, tuomari, tuomarille, referee, tuomari ei
Μεταφράσεις: erotuomari, tuomari, tuomarille, referee, tuomari ei