Δυσεπίλυτος στα ισλανδικά
Μετάφραση: δυσεπίλυτος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óleysanleg, óstöðvandi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυσεπίλυτος
δυσεπίλυτος συνωνυμα, δυσεπίλυτος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δυσεπίλυτος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- δυσαρέσκεια στα ισλανδικά - displeasure
- δυσαρεστώ στα ισλανδικά - mislíka, displease
- δυσκίνητος στα ισλανδικά - fyrirferðarmikill, vöfum, þunglamalegt, þunglamaleg, óþjál
- δυσκαμψία στα ισλανδικά - ósveigjanleika, Ósveigjanleiki af þessu tagi, Ósveigjanleiki, Ósveigjanleiki af þessu, Ósveigjanleiki af
Τυχαίες λέξεις
Δυσεπίλυτος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: óleysanleg, óstöðvandi
Μεταφράσεις: óleysanleg, óstöðvandi