Δυσεπίλυτος στα ιταλικά

Μετάφραση: δυσεπίλυτος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nodoso, complicato, intrattabile, intrattabili, insolubile, trattabile, irrisolvibile
Δυσεπίλυτος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσεπίλυτος

δυσεπίλυτος συνωνυμα, δυσεπίλυτος λεξικό γλώσσας ιταλικά, δυσεπίλυτος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • δυσαρέσκεια στα ιταλικά - dispiacere, disappunto, malcontento, fastidio, scontento
  • δυσαρεστώ στα ιταλικά - dispiacere, scontentare, dispiacere a, dispiaccia, dispiacergli
  • δυσκίνητος στα ιταλικά - ingombrante, ingombranti, pesante, scomodo, complicato
  • δυσκαμψία στα ιταλικά - inflessibilità, rigidità, mancanza di flessibilità, scarsa flessibilità, l'inflessibilità
Τυχαίες λέξεις
Δυσεπίλυτος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: nodoso, complicato, intrattabile, intrattabili, insolubile, trattabile, irrisolvibile