Εκπλήσσω στα ισλανδικά
Μετάφραση: εκπλήσσω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óvart, á óvart, koma á óvart, undra, að undra
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκπλήσσω
ρήμα εκπλήσσω, να εκπλήσσω, εκπλήσσω συνωνυμα, με εκπλήσσω, εκπλήσσω μετάφραση, εκπλήσσω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εκπλήσσω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εκπαιδεύω στα ισλανδικά - mennta, lest, járnbrautarlest, fræða, að fræða, að mennta, fræðslu
- εκπαρθένευση στα ισλανδικά - ekparthenefsi
- εκπληκτικά στα ισλανδικά - furðu, óvart, kemur á óvart, á óvart, ótrúlega
- εκπληκτικός στα ισλανδικά - óvart, á óvart, undra, að undra, koma á óvart
Τυχαίες λέξεις
Εκπλήσσω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: óvart, á óvart, koma á óvart, undra, að undra
Μεταφράσεις: óvart, á óvart, koma á óvart, undra, að undra