Επίσης στα ισλανδικά
Μετάφραση: επίσης, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
líka, einnig, alltof, of, einnig að, jafnframt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίσης
επίσης στα αγγλικά, επίσης in english, επίσης μεταφραση, επίσης στίχοι, επίσης επίρρημα, επίσης λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επίσης στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- επίσημα στα ισλανδικά - opinberlega, formlega, opinbert, opinbera
- επίσημος στα ισλανδικά - embættismaður, formleg, formlega, formlegt, formlegum, formlegri
- επίσκεψη στα ισλανδικά - heimsækja, heimsókn, aðsókn, hitta, heimsókn er, Heimsóknin, heimsókn er mælt
- επίσκοπος στα ισλανδικά - biskup, Bishop, biskupinn, byskup, biskups
Τυχαίες λέξεις
Επίσης στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: líka, einnig, alltof, of, einnig að, jafnframt
Μεταφράσεις: líka, einnig, alltof, of, einnig að, jafnframt