Επισύρω στα ισλανδικά
Μετάφραση: επισύρω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
teikna, draga, fellur, bera, haft í för, haft í för með, stofna
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επισύρω
επισύρω λεξικο, επισύρω συνώνυμα, επισύρω την προσοχή, επισύρω συνώνυμο, επισύρω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επισύρω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- επισυνάπτω στα ισλανδικά - láta, fylgja, láta fylgja, látið fylgja, settu
- επισφαλής στα ισλανδικά - óörugg, ótraustur, óöryggi, óöruggt, óöruggur
- επιτήδειος στα ισλανδικά - laginn, deft
- επιτήδευμα στα ισλανδικά - verslun, a viðskipti, á vöruskiptunum, á vöruskiptunum við, vöruskipti
Τυχαίες λέξεις
Επισύρω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: teikna, draga, fellur, bera, haft í för, haft í för með, stofna
Μεταφράσεις: teikna, draga, fellur, bera, haft í för, haft í för með, stofna