Επισύρω στα δανικά

Μετάφραση: επισύρω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tiltrække, trække, tegne, pådrage sig, pådrage, ifalde, er tilhængere, er tilhængere af
Επισύρω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επισύρω

επισύρω λεξικο, επισύρω συνώνυμα, επισύρω την προσοχή, επισύρω συνώνυμο, επισύρω λεξικό γλώσσας δανικά, επισύρω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επισυνάπτω στα δανικά - befæste, vedlægge, omslutte, vedlægges, vedlægger, omslutter
  • επισφαλής στα δανικά - farlig, usikker, usikre, usikkert, utilstrækkeligt fastgjort, utryg
  • επιτήδειος στα δανικά - ekspert, dygtig, behændig, Ferme, fingernem, ferm, deft
  • επιτήδευμα στα δανικά - stilling, kald, handel, handle, en, et, a, ...
Τυχαίες λέξεις
Επισύρω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tiltrække, trække, tegne, pådrage sig, pådrage, ifalde, er tilhængere, er tilhængere af