Ηγούμαι στα ισλανδικά
Μετάφραση: ηγούμαι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
höfuð, leiða, haus, blý, leitt, valdið, að leiða, leiðir
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηγούμαι
ηγούμαι κλιση, ηγούμαι παράγωγα, ηγούμαι ετυμολογια, ηγούμαι σύνθετα, ηγούμαι συνώνυμο, ηγούμαι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ηγούμαι στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ηγεσία στα ισλανδικά - forusta, forysta, forystu, leiðtogar, leiðtogi, Leiðtogahæfileikar
- ηγετικός στα ισλανδικά - foringi, höfðingi, leiðandi, leiðir, sem leiðir, fremstur, leiða
- ηδονή στα ισλανδικά - ánægja, ánægjulegt, ánægju, mikil ánægja, gaman
- ηδυπαθής στα ισλανδικά - idypathis
Τυχαίες λέξεις
Ηγούμαι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: höfuð, leiða, haus, blý, leitt, valdið, að leiða, leiðir
Μεταφράσεις: höfuð, leiða, haus, blý, leitt, valdið, að leiða, leiðir