Ηγούμαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: ηγούμαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dirigeren, chef, geleiden, brengen, kop, leiden, besturen, opperhoofd, onderschrift, geest, mennen, hoofd, rubriek, krop, titel, verstand, lood, leidt, tot, te leiden
Ηγούμαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηγούμαι

ηγούμαι κλιση, ηγούμαι παράγωγα, ηγούμαι ετυμολογια, ηγούμαι σύνθετα, ηγούμαι συνώνυμο, ηγούμαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ηγούμαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ηγεσία στα ολλανδικά - leiderschap, leiding, leiders, leidende, leidinggevende
  • ηγετικός στα ολλανδικά - hoofd, hoofd-, aanvoerder, toonaangevend, baas, leidend, chef, ...
  • ηδονή στα ολλανδικά - behagen, pret, welbehagen, genoegen, welgevallen, vermaak, verrukken, ...
  • ηδυπαθής στα ολλανδικά - idypathis
Τυχαίες λέξεις
Ηγούμαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dirigeren, chef, geleiden, brengen, kop, leiden, besturen, opperhoofd, onderschrift, geest, mennen, hoofd, rubriek, krop, titel, verstand, lood, leidt, tot, te leiden