Ισιώνω στα ισλανδικά
Μετάφραση: ισιώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rétta, lag, í lag, koma í lag, að rétta
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ισιώνω
ισιώνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ισιώνω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ισημερία στα ισλανδικά - jafndægur, Equinox
- ισημερινός στα ισλανδικά - Miðbaugur, Miðbaugurinn
- ισοδύναμος στα ισλανδικά - jafngildir, jafngildi, reiknuð, samsvarar, sem jafngildir
- ισοζύγιο στα ισλανδικά - jafnvægi, Staða, jöfnuður, staðan, afkoma
Τυχαίες λέξεις
Ισιώνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: rétta, lag, í lag, koma í lag, að rétta
Μεταφράσεις: rétta, lag, í lag, koma í lag, að rétta