Ισιώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ισιώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontkrullen, strekken, recht maken, recht, rechtzetten
Ισιώνω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ισιώνω

ισιώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ισιώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ισημερία στα ολλανδικά - nachtevening, evening, Equinox, van Equinox
  • ισημερινός στα ολλανδικά - evennachtslijn, equator, evenaar, de evenaar, evenaar van
  • ισοδύναμος στα ολλανδικά - equivalent, gelijkwaardig, gelijkwaardige, gelijk, gelijke
  • ισοζύγιο στα ολλανδικά - saldo, evenwicht, weegschaal, balans, symmetrie, overschot, evenwicht te
Τυχαίες λέξεις
Ισιώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ontkrullen, strekken, recht maken, recht, rechtzetten