Καθοδηγώ στα ισλανδικά
Μετάφραση: καθοδηγώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
beina, beinn, fylgja, leiðbeina, leiða, að leiðbeina, að fylgja
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθοδηγώ
καθοδηγώ ετυμολογία, καθοδηγώ συνώνυμα, καθοδηγώ συνώνυμο, καθοδηγώ english, καθοδηγώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, καθοδηγώ στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- καθιστώ στα ισλανδικά - bakið, gera, láta, veita, láta verða
- καθοδήγηση στα ισλανδικά - leiðsaga, leiðsögn, leiðbeiningar, ráðgjöf, leiðbeiningum, leiðbeiningarnar
- καθολικός στα ισλανδικά - kaþólskur, Catholic, kaþólska, kaþólsku, kaþólsk
- καθομιλούμενος στα ισλανδικά - samtals
Τυχαίες λέξεις
Καθοδηγώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: beina, beinn, fylgja, leiðbeina, leiða, að leiðbeina, að fylgja
Μεταφράσεις: beina, beinn, fylgja, leiðbeina, leiða, að leiðbeina, að fylgja