Beina στα ελληνικά

Μετάφραση: beina, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποβλέπω, καθοδηγώ, σκοπεύω, σκηνοθετώ, βλέψη, σκοπός, απευθείας, άμεσος, άμεση, άμεσες, άμεσης
Beina στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • baðmull στα ελληνικά - βαμβακερό, βαμβακερός, βαμβάκι, βαμβακιού, το βαμβάκι, βάμβακος, βαμβακερά
  • bein στα ελληνικά - κόκαλο, απευθείας, άμεσος, άμεση, άμεσες, άμεσης
  • beinlínis στα ελληνικά - κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση
  • beinn στα ελληνικά - σκηνοθετώ, καθοδηγώ, ευθύς, ίσιος, ευθεία, ίσια, ευθείας, ...
Τυχαίες λέξεις
Beina στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποβλέπω, καθοδηγώ, σκοπεύω, σκηνοθετώ, βλέψη, σκοπός, απευθείας, άμεσος, άμεση, άμεσες, άμεσης