Μειώνομαι στα ισλανδικά

Μετάφραση: μειώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
falla, dropi, missa, hjaðna, minnka, undanhaldi, minnkandi, dregur
Μειώνομαι στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μειώνομαι

μειώνομαι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, μειώνομαι στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • μειονέκτημα στα ισλανδικά - ókostur, Ókosturinn, gallar, óhagræði, galli
  • μειοψηφία στα ισλανδικά - minnihluti, minnihluta, minnihlutinn, minnihlutahópur, minnihlutahópa
  • μειώνω στα ισλανδικά - lækka, skerða, skerðir, minnka bann úrlendisrétt, skerÃ
  • μελάνι στα ισλανδικά - blek, Ink, bleki, blekið, með bleki
Τυχαίες λέξεις
Μειώνομαι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: falla, dropi, missa, hjaðna, minnka, undanhaldi, minnkandi, dregur