Νομιμότητα στα ισλανδικά

Μετάφραση: νομιμότητα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lögmæti
Νομιμότητα στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νομιμότητα

νομιμότητα και νομιμοποίηση, νομιμότητα συνώνυμα, νομιμότητα διοικητικής πράξης, νομιμότητα της διοίκησης, νομιμότητα καταλήψεων, νομιμότητα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, νομιμότητα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • νοικοκύρης στα ισλανδικά - gestgjafi, húsmóðir, heimavinnandi, heimavinandi
  • νομίζω στα ισλανδικά - halda, álíta, hyggja, hugsa, held, held að, heldur, ...
  • νομισματικός στα ισλανδικά - peningamálum, peningastefnunnar, peningamála, peninga-, peningalegt
  • νομισματοκοπείο στα ισλανδικά - myntu, Mint, mynta, myntsláttan
Τυχαίες λέξεις
Νομιμότητα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: lögmæti