Νομιμότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: νομιμότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wettigheid, wettelijkheid, rechtsgeldigheid, rechtmatigheid, legaliteit
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νομιμότητα
νομιμότητα και νομιμοποίηση, νομιμότητα συνώνυμα, νομιμότητα διοικητικής πράξης, νομιμότητα της διοίκησης, νομιμότητα καταλήψεων, νομιμότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νομιμότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- νοικοκύρης στα ολλανδικά - huisvrouw, gezinshulp, homemaker, huis vrouw
- νομίζω στα ολλανδικά - vermoeden, geloven, menen, aannemen, veronderstellen, achten, denken, ...
- νομισματικός στα ολλανδικά - monetair, monetaire, de monetaire, het monetaire
- νομισματοκοπείο στα ολλανδικά - pepermunt, overvloed, kruizemunt, munt, mint, nieuwstaat, ongebruikt, ...
Τυχαίες λέξεις
Νομιμότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wettigheid, wettelijkheid, rechtsgeldigheid, rechtmatigheid, legaliteit
Μεταφράσεις: wettigheid, wettelijkheid, rechtsgeldigheid, rechtmatigheid, legaliteit