Ντομάτα στα ισλανδικά
Μετάφραση: ντομάτα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tómati, tómatar, tómatur, Tomato, tómat, tómötum
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ντομάτα
ντομάτα θερμίδες, ντοματα φρουτο ή λαχανικο, ντομάτα καρδιά βουβαλιού, ντομάτα δέντρο, ντομάτα μακεδονία, ντομάτα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ντομάτα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ντιβάνι στα ισλανδικά - dívan, sofi, Divan
- ντοκιμαντέρ στα ισλανδικά - heimildamyndir, heimildarmyndir, heimildarmyndum, heimildamyndirnar, heimildarmynda
- ντοπάρω στα ισλανδικά - Dope
- ντουέτο στα ισλανδικά - Dúettinn, dúett, DUET
Τυχαίες λέξεις
Ντομάτα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: tómati, tómatar, tómatur, Tomato, tómat, tómötum
Μεταφράσεις: tómati, tómatar, tómatur, Tomato, tómat, tómötum