Ντομάτα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ντομάτα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
suportar, tolerar, sofrer, tomate, tolere, de tomate, do tomate, tomateiro, tomato
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ντομάτα
ντομάτα θερμίδες, ντοματα φρουτο ή λαχανικο, ντομάτα καρδιά βουβαλιού, ντομάτα δέντρο, ντομάτα μακεδονία, ντομάτα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ντομάτα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ντιβάνι στα πορτογαλικά - divã, sofá, canapé, divan, descanso divan, divã de
- ντοκιμαντέρ στα πορτογαλικά - documentários, documentário, documentários de, os documentários, de documentários
- ντοπάρω στα πορτογαλικά - narcótico, droga, drogas, maconha, do narcótico
- ντουέτο στα πορτογαλικά - dueto, duet, duo, dueto de
Τυχαίες λέξεις
Ντομάτα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: suportar, tolerar, sofrer, tomate, tolere, de tomate, do tomate, tomateiro, tomato
Μεταφράσεις: suportar, tolerar, sofrer, tomate, tolere, de tomate, do tomate, tomateiro, tomato