Ντομάτα στα ολλανδικά
Μετάφραση: ντομάτα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tomaat, tomaten, tomato, van tomaten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ντομάτα
ντομάτα θερμίδες, ντοματα φρουτο ή λαχανικο, ντομάτα καρδιά βουβαλιού, ντομάτα δέντρο, ντομάτα μακεδονία, ντομάτα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ντομάτα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ντιβάνι στα ολλανδικά - canapé, divan, rustbank, boxspring, het Divan, divanbed, van Divan
- ντοκιμαντέρ στα ολλανδικά - documentaires, documentaire
- ντοπάρω στα ολλανδικά - verdovend middel, dope, drugs, verdovend
- ντουέτο στα ολλανδικά - duet, duo, Duet van, Het Duet
Τυχαίες λέξεις
Ντομάτα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: tomaat, tomaten, tomato, van tomaten
Μεταφράσεις: tomaat, tomaten, tomato, van tomaten