Πληρώνω στα ισλανδικά
Μετάφραση: πληρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
greiða, borga, gjalda, leggja út, að leggja út, skel út, leggja út á
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πληρώνω
πληρώνω συνώνυμα, πληρώνω τα σπασμένα, πληρώνω το μάρμαρο, πληρώνω γεμίζω, πληρώνω όσο πετάω, πληρώνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πληρώνω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πληρωμή στα ισλανδικά - greiða, borga, gjalda, greiðslu, greiðsla, greiðslur, greiðslan, ...
- πληρωτέος στα ισλανδικά - greiðslu, til greiðslu, ber að greiða, greiðast, greiða ber
- πλησιάζω στα ισλανδικά - nálgast, aðflug, nálgun, aðferð, leið
- πλοίο στα ισλανδικά - skip, ílát, skipið, skipi, skipsins, skipinu
Τυχαίες λέξεις
Πληρώνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: greiða, borga, gjalda, leggja út, að leggja út, skel út, leggja út á
Μεταφράσεις: greiða, borga, gjalda, leggja út, að leggja út, skel út, leggja út á