Πληρώνω στα δανικά

Μετάφραση: πληρώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lønne, betale, løn, punger ud, shell ud, skallen ud, punger ud med, shell
Πληρώνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πληρώνω

πληρώνω συνώνυμα, πληρώνω τα σπασμένα, πληρώνω το μάρμαρο, πληρώνω γεμίζω, πληρώνω όσο πετάω, πληρώνω λεξικό γλώσσας δανικά, πληρώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πληρωμή στα δανικά - betale, løn, lønne, betaling, udbetaling, betalingen, udbetalingen, ...
  • πληρωτέος στα δανικά - betales, skal betales, udbetales, der skal betales, skulle betales
  • πλησιάζω στα δανικά - tilgang, fremgangsmåde, strategi, metode, holdning
  • πλοίο στα δανικά - beholder, skib, skibet, skibets, skibe
Τυχαίες λέξεις
Πληρώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lønne, betale, løn, punger ud, shell ud, skallen ud, punger ud med, shell