Πληρώνω στα τούρκικα

Μετάφραση: πληρώνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ücret, maaş, aylık, ödemek, dışarı kabuk, kabuk, dışarı soymaya, paraları sökülmek
Πληρώνω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πληρώνω

πληρώνω συνώνυμα, πληρώνω τα σπασμένα, πληρώνω το μάρμαρο, πληρώνω γεμίζω, πληρώνω όσο πετάω, πληρώνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, πληρώνω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • πληρωμή στα τούρκικα - aylık, ücret, maaş, ödeme, kredi, Payment, bir ödeme, ...
  • πληρωτέος στα τούρκικα - ödenecek, ödenmesi, ödenebilir, ödenir, borç
  • πλησιάζω στα τούρκικα - yaklaşım, yaklaşımı, bir yaklaşım, yaklaşımın
  • πλοίο στα τούρκικα - gemi, kap, bak, gemisi, Ship, geminin, Gemiler
Τυχαίες λέξεις
Πληρώνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ücret, maaş, aylık, ödemek, dışarı kabuk, kabuk, dışarı soymaya, paraları sökülmek