Σιδερώνω στα ισλανδικά
Μετάφραση: σιδερώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
járn, pressa, mangle
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σιδερώνω
σιδερώνω στα αγγλικα, σιδερώνω παιχνιδια, ονειροκρίτης σιδερώνω, σιδερώνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, σιδερώνω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- σιγουριά στα ισλανδικά - fullvissa, traust, sjálfstraust, tiltrú, trausti, trú
- σιδερένιος στα ισλανδικά - pressa, járn, Straujárn, járni, Skrifborð Straujárn, járns
- σιδηρόδρομος στα ισλανδικά - járnbraut, járnbrautar
- σιτίζω στα ισλανδικά - fóðra, ala, Fed, fóðraðir, seðlabankinn, borða, Bankinn
Τυχαίες λέξεις
Σιδερώνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: járn, pressa, mangle
Μεταφράσεις: járn, pressa, mangle