Σταθεροποιώ στα ισλανδικά
Μετάφραση: σταθεροποιώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stöðugleika, koma á stöðugleika, á stöðugleika, að koma á stöðugleika, að stöðugleika
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σταθεροποιώ
σταθεροποιώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, σταθεροποιώ στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- σταγόνα στα ισλανδικά - dropi, falla, missa, sleppa, lækka, sleppt, að falla
- σταθερά στα ισλανδικά - fast, jafnt og þétt, stöðugt, stöðugt að, sífellt, jafnt
- σταθερός στα ισλανδικά - fastur, firma, hesthús, fyrirtæki, eindreginn, stöðugt, stöðug, ...
- σταθερότητα στα ισλανδικά - stöðugleika, stöðugleiki, stöðugt, þol, stöðugleika við
Τυχαίες λέξεις
Σταθεροποιώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: stöðugleika, koma á stöðugleika, á stöðugleika, að koma á stöðugleika, að stöðugleika
Μεταφράσεις: stöðugleika, koma á stöðugleika, á stöðugleika, að koma á stöðugleika, að stöðugleika