Αναγόρευση στα ισπανικά

Μετάφραση: αναγόρευση, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
elección, nominación, nombramiento, candidatura, designación, nominación al
Αναγόρευση στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναγόρευση

αναγόρευση επίτιμου διδάκτορα, αναγόρευση τερζόπουλου, αναγόρευση σε διδάκτορα, αναγόρευση διδακτόρων, αναγόρευση λεξικό γλώσσας ισπανικά, αναγόρευση στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • αναγνώστης στα ισπανικά - lector, lector de, lectores, el lector
  • αναγωγή στα ισπανικά - reducción, mención, rebaja, llamada, remisión, disminución, alusión, ...
  • αναδάσωση στα ισπανικά - repoblación forestal, reforestación, la reforestación, de reforestación, repoblación
  • αναδίνω στα ισπανικά - emitir, exhalar, exhale, exhala, espirar, espire
Τυχαίες λέξεις
Αναγόρευση στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: elección, nominación, nombramiento, candidatura, designación, nominación al