Αναγόρευση στα ιταλικά

Μετάφραση: αναγόρευση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scelto, scelta, elezione, nomina, nomination, candidatura, designazione, di nomina
Αναγόρευση στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναγόρευση

αναγόρευση επίτιμου διδάκτορα, αναγόρευση τερζόπουλου, αναγόρευση σε διδάκτορα, αναγόρευση διδακτόρων, αναγόρευση λεξικό γλώσσας ιταλικά, αναγόρευση στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αναγνώστης στα ιταλικά - lettore, lettore di, reader, lettori, il lettore
  • αναγωγή στα ιταλικά - riferimento, ribasso, diminuzione, riduzione, riduzione del, la riduzione, di riduzione
  • αναδάσωση στα ιταλικά - rimboschimento, riforestazione, di rimboschimento, il rimboschimento, di riforestazione
  • αναδίνω στα ιταλικά - esalare, espirare, espirate, espira, espirando
Τυχαίες λέξεις
Αναγόρευση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: scelto, scelta, elezione, nomina, nomination, candidatura, designazione, di nomina