Άτεγκτος στα ιταλικά
Μετάφραση: άτεγκτος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rigido, intransigente, senza compromessi, compromessi, inflessibile
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άτεγκτος
άτεγκτος συνώνυμα, άτεγκτος ετυμολογία, άτεγκτος συνώνυμο, άτεγκτος λεξικό γλώσσας ιταλικά, άτεγκτος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- άσχημος στα ιταλικά - brutto, brutta, brutti, ugly, brutte
- άτακτος στα ιταλικά - cattivo, impertinente, giocherellona, cattivi, cattiva
- άτεχνος στα ιταλικά - naturale, semplice, strombo, splay, strombatura, allargato, disteso
- άτιμος στα ιταλικά - disonesto, knavish, bricconi, da briccone
Τυχαίες λέξεις
Άτεγκτος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: rigido, intransigente, senza compromessi, compromessi, inflessibile
Μεταφράσεις: rigido, intransigente, senza compromessi, compromessi, inflessibile